- λυσίπονος
- -η, -οαυτός που σταματά τον πόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυσίπονος — η, ο (AM λυσίπονος, ον) αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόνος (πρβλ. δορί πονος, παυσί πονος)] … Dictionary of Greek
λυσίπονος — λῡσίπονος , λυσίπονος releasing from toil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
λυσίπονον — a medicinal unguent neut nom/voc/acc sg λῡσίπονον , λυσίπονος releasing from toil masc/fem acc sg λῡσίπονον , λυσίπονος releasing from toil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Parmeniskos group — is a conventional term distinguished by V.Grace (1956) to describe a type of pottery (amphorae) produced in Macedon during the 3rd century BC.The capital of Pella appears to be the epicenter for this group s production.Amphorae of this type were… … Wikipedia
λυσιπόνιον — λυσιπόνιον, τὸ (Α) [λυσίπονος] είδος αλοιφής … Dictionary of Greek
λυσιπόνοιο — λυσίπονον a medicinal unguent neut gen sg (epic) λῡσιπόνοιο , λυσίπονος releasing from toil masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιπόνοις — λυσίπονον a medicinal unguent neut dat pl λῡσιπόνοις , λυσίπονος releasing from toil masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιπόνοισι — λυσίπονον a medicinal unguent neut dat pl (epic ionic aeolic) λῡσιπόνοισι , λυσίπονος releasing from toil masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιπόνοισιν — λυσίπονον a medicinal unguent neut dat pl (epic ionic aeolic) λῡσιπόνοισιν , λυσίπονος releasing from toil masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)